- Ἀνδροίτας
- Ἀνδροίτᾱς , Ἀνδροίταςmasc acc pl (doric aeolic)Ἀνδροίτᾱς , Ἀνδροίταςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανδροίτας — (4oς αι. π.Χ.).Γεωγράφος. Καταγόταν από την Τένεδο και άκμασε στους αλεξανδρινούς χρόνους. Έγραψε Περίπλουν της Προποντίδος … Dictionary of Greek
Ἀνδροίτης — Ἀνδροίτας masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek